-
1 βαλλίζω
βαλλίζω ( βάλλω), die Schenkel hin- u. herwerfen, tanzen, Eust. κωμάζω καὶ χορεύω; vgl. Ath. VIII, 362 a; in Sicilien u. Großgriechenland gebräuchlich.
См. также в других словарях:
βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και … Dictionary of Greek